ανέκτης

ανέκτης
ο [ανέχω]
1. ανάδεσμος, κάθε όργανο πού στηρίζει από επάνω κάποιο αντικείμενο
2. Ναυτ. γουρδέλι, κορδέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

  • σλαμ — Φτωχογειτονιά σε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ Ο όρος προέρχεται από τη λέξη slum και έχει καθιερωθεί διεθνώς. Στα σ. κατοικούν συνήθως νέγροι, πορτορικανοί και μετανάστες από την Ευρώπη και από χώρες της Ασίας και της Αμερικής. Αντίθετα με τους άλλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”